- νεόχυτος
- νεό-χῠτος, ον, ([etym.] χέω)A flowing in new fashion, ν. μέλεα v.l. for νεόλυτα (q.v.) in Lyr.Adesp. 112 ( = Trag.Adesp.136).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεόχυτος — νεόχυτος, ον (Α) 1. αυτός που χύθηκε πρόσφατα ή αυτός που χύνεται με νέο τρόπο 2. (κατ επέκτ.) νεοφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + χυτός (< χέω)] … Dictionary of Greek
νεοχύτῳ — νεόχυτος flowing in new fashion masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόχυτα — νεόχυτος flowing in new fashion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek